Ομιλία της Γενικής Επιτρόπου σε Συνέδριο στη Βουλή των Ελλήνων ( 29-4-2017)



Συνέδριο
Με θέμα
«Η καλή νομοθέτηση ως αναγκαία προϋπόθεση μιας δίκαιης
και αποτελεσματικής λειτουργίας της Πολιτείας»

Ενότητα Τρίτη: Αναζητώντας ένα μοντέλο καλής νομοθέτησης ως βάση μιας δίκαιης και αποτελεσματικής λειτουργίας της ελληνικής Πολιτείας:  
                            Προκλήσεις και προτάσεις. (Στρογγυλή Τράπεζα)

                                                                   Αθήνα,  Σάββατο  29/4/2017

Βουλή των Ελλήνων
Αίθουσα Γερουσίας

Ομιλία της Γενικής Επιτρόπου

           Κατ’ αρχάς ευχαριστώ θερμώς, εξ ονόματος του κλάδου της Διοικητικής Δικαιοσύνης που υπηρετώ, την Βουλή των Ελλήνων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Εργαστήριο Μελέτης για τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα, της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τη σύμπραξη στο σημερινό συνέδριο.
           Και τούτο διότι, σπανίως έχουμε τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα τόσο σοβαρό και πυκνό διάλογο αμοιβαίας επίδρασης, της Πολιτειακής, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής εξουσίας καθώς και των θεωρητικών του Δικαίου, σχετικά με την ποιότητα του παραγομένου νομοθετικού έργου, τη νοσηρότητα του περιεχομένου του νόμου και την εφαρμογή του ως κανόνα δικαίου, με κορυφαία και ουσιαστική την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος, κατά το Σύνταγμα, εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή.
           Το τέρας της κακής νομοθέτησης όσο και αν θρυμματίζεται στο πεδίο του στοχασμού και της ανάλυσης, ανασυντίθεται και υφέρπει στην πράξη και στις κρίσιμες επιλογές ανακτά την ευρυχωρία του, ιδιαίτερα στα χρόνια της πρωτόγνωρης και βαθύτατης οικονομικής κρίσης, λόγω της ανάγκης ταχείας νομοθέτησης προς διευθέτηση ανερμάτιστων, κατά κανόνα, δημοσιονομικών ζητημάτων.
           Οι αρχές και τα μέσα καλής νομοθέτησης που εισήχθησαν με το ν. 4048/2012 (Α΄ 34), αποτελούν, ασφαλώς, σημαντικό βήμα βελτίωσης της ποιότητας του παραγομένου νομοθετικού έργου, εφ’ όσον βεβαίως τηρούνται και εφαρμόζονται πιστά. Ωστόσο, τα παραδείγματα όπου δεν έχει τηρηθεί κανένα από τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτό στάδια ορθής νομοθέτησης, είναι πολλά και γνωστά.
           Ως συνεισφορά στο Συνέδριο, θεωρώ ότι θα είναι χρήσιμη η αναφορά σε προκλήσεις καλής νομοθέτησης στο πλαίσιο της οργανώσεως των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 1), ανατίθεται στη νομοθετική λειτουργία καθώς και η διατύπωση ορισμένων σχετικών προτάσεων.

Α.  ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΛΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗΣ

        1. Όπως είναι γνωστό, από την Ολομέλεια σε Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας (2/2014 σκ 3.2, 1/2008, 11/2002 κ.ά.), έχει κριθεί ότι από τις διατάξεις του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ του Ε ΤΜΗΜΑΤΟΣ του ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ του Συντάγματος «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (άρθρα 93-100) και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 1, η οποία αναθέτει στον νομοθέτη την οργάνωση των δικαστηρίων με ειδικούς νόμους, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, απορρέει η αρχή της ορθολογικής οργανώσεως των δικαστηρίων, η οποία επιτυγχάνεται με κριτήρια την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων, την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και την αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης. Στα κριτήρια αυτά πρέπει να ανταποκρίνεται το προκρινόμενο εκάστοτε από τον κοινό νομοθέτη οργανωτικό σχήμα των δικαστηρίων, το οποίο πρέπει να εξυπηρετεί πράγματι – εν όψει παρουσιαζομένων αναγκών και προς αντιμετώπισή τους – σκοπό οργανωτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, από λόγους δεοντολογίας αναγομένους στις σχέσεις, μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιβάλλεται, όταν κατ’ ενάσκηση της κατά το Σύνταγμα (άρθρο 73 παρ. 1) νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβερνήσεως, πρόκειται να εισαχθούν στη Βουλή προς ψήφιση διατάξεις, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας και πριν κατατεθεί το οικείο σχέδιο νόμου στη Βουλή, να ακούγονται οι απόψεις του Δικαστηρίου αυτού επί της συνταγματικότητας και της σκοπιμότητας των εισαγομένων ρυθμίσεων. Το όργανο της Πολιτείας στο οποίο ανήκει η νομοθετική πρωτοβουλία, πρέπει τυπικά να ζητεί αλλά και ουσιαστικά να επιζητεί τις απόψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο διότι το Δικαστήριο αυτό ενόψει των αναγομένων στη λειτουργία του δεδομένων, τα οποία κυρίως διαθέτει και μπορεί να γνωρίζει, είναι κατ’ εξοχήν σε θέση να εκτιμήσει και να επισημάνει στην εκτελεστική εξουσία, (προκειμένου να ασκηθεί η ανήκουσα σε αυτήν νομοθετική πρωτοβουλία) την ανακύπτουσα από τα δεδομένα αυτά, ύπαρξη πραγματικής ανάγκης καθ’ όσον αφορά στην οργάνωση και λειτουργία του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί από τον κοινό νομοθέτη με τη θέσπιση ρυθμίσεως που θα επιλεγεί από αυτόν (βλ. πρακτικά Σ.τ.Ε. σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 2/2014, 15/2011, 1/2008). Τα ανωτέρω δεν έχουν βεβαίως την έννοια ότι απαιτείται, κατά το Σύνταγμα, σύμφωνη γνώμη της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να θεσπισθεί εγκύρως τυπικός νόμος που αφορά την οργάνωση και λειτουργία του Δικαστηρίου ούτε ότι η συνταγματικότητα του νόμου τούτου πάσχει, εκ μόνου του λόγου ότι ελλείπει η σύμφωνη γνώμη της Ολομελείας (βλ. πρακτικά Σ.τ.Ε. σε Ολομέλεια και Συμβούλιο 1/2008).
           Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι, με σεβασμό στις συνταγματικές αρχές της διακρίσεως των λειτουργών και της μεταξύ τους ισορροπίας, της λαϊκής κυριαρχίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, η κατά τα ανωτέρω διαμορφωθείσα από την Ολομέλεια σε Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρχή διαδικαστικού χαρακτήρα, μπορεί να ισχύει, ως μέσο καλής νομοθέτησης, για κάθε νομοθετική ρύθμιση που συνδέεται στενά με την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ορθολογική και αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων της Χώρας. Πρωτίστως, διότι, η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, διαθέτει τα αναγόμενα στη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων δεδομένα, επεξεργασμένα, κατά τον προσήκοντα τρόπο και χρόνο, από τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, όπου τα δεδομένα αυτά διατίθενται αυτοτελώς.
        2. Με την υπ’ αριθ. 17/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, έγινε δεκτό ότι αιτία καθυστερήσεως στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι αδυναμίες στην οργάνωση και λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων και ότι σοβαρές δυσλειτουργίες δημιουργούνται λόγω της ανορθολογικής χωροταξικής κατανομής των διοικητικών εφετείων και κυρίως των διοικητικών πρωτοδικείων καθώς και των ελλείψεων σε υποδομές και σε προσωπικό της γραμματείας. Επισημαίνεται δε στην απόφαση αυτή ότι ο αριθμός των δικαστών είναι τριπλάσιος περίπου από τον αριθμό των δικαστικών υπαλλήλων και ότι η αναλογία αυτή, η οποία είναι ακριβώς αντίθετη από τα ισχύοντα στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, καταδεικνύει τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι δικαστικοί λειτουργοί στην απρόσκοπτη εκτέλεση του δικαιοδοτικού τους έργου.
           Υπενθυμίζουμε ότι στη Χώρα μας έχουν συσταθεί και λειτουργούν για την απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης εννέα (9) διοικητικά εφετεία και τριάντα (30) διοικητικά πρωτοδικεία. Παρατηρείται όμως αφ’ ενός μεν ανάπτυξη εξαιρετικά μεγάλων δικαστηρίων στην πρωτεύουσα (όπως το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών που αριθμεί 35 οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών, 176 θέσεις Παρέδρων-Πρωτοδικών και 294 οργανικές θέσεις όλων των κλάδων δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίες μετά από την προταθείσα από εμάς πρόσφατη ανακατανομή περιορίζονται σε 268), με τεράστιο όγκο εισερχομένων και εκκρεμών υποθέσεων, τα οποία είναι δύσκολο να διαχειρισθεί με αποτελεσματικό τρόπο και η καλύτερη διοίκηση δικαστηρίων, αφ’ ετέρου δε λειτουργία αποδυναμωμένων δικαστηρίων στην περιφέρεια, ακόμη και μονοτμηματικών (έντεκα), που στεγάζονται στις περισσότερες περιπτώσεις σε ακατάλληλα κτίρια. Τα κριτήρια συστάσεως των τελευταίων είναι, εν πολλοίς, άδηλα˙ σε κάθε περίπτωση δε, τα δεδομένα που υφίσταντο κατά τη σύστασή τους έχουν μεταβληθεί, όπως α) η αύξηση της δικαστηριακής ύλης σε ορισμένα δικαστήρια και η μείωσή της σε άλλα, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της νομοθετικής ανακατανομής αρμοδιοτήτων, β) η επέκταση των συγκοινωνιακών δικτύων και η θέση σε κυκλοφορία των μεγάλων οδικών αξόνων, γ) η παραγωγική λειτουργία του νέου Ολοκληρωμένου (πληροφοριακού) Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για τη Διοικητική Δικαιοσύνη («Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. Δ.Δ.»), που επιτρέπει την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, υπομνημάτων, λοιπών στοιχείων κ.λπ.
           Επομένως, με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης, από δικαστήρια μεσαίου μεγέθους, όσον αφορά τον αριθμό των δικαστών (20 έως 80), με την αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη και με διαχειρίσιμο αριθμό εισερχομένων και εκκρεμών υποθέσεων, τα οποία θα στεγάζονται σε κατάλληλα κτίρια, κατά τα σύγχρονα πρότυπα, καθώς και την ειδική μέριμνα, που αξιώνει το Σύνταγμα (άρθρα 101 παρ. 4 και 106 παρ. 1), για τις νησιωτικές, ορεινές και ακριτικές περιοχές, επιβάλλεται άμεσα η αναδιάρθρωση του δικαστικού χάρτη της Χώρας. Με την αναδιάταξη αυτή των διοικητικών δικαστηρίων (κυρίως των πρωτοδικείων), θα διασφαλίζεται η συνεχής παρουσία των δικαστών στο δικαστήριο και η καλύτερη ανταπόκρισή τους στα σύνθετα σήμερα νομικά ζητήματα, που προκύπτουν από την πληθωρικότητα των πηγών του διοικητικού δικαίου, το οποίο εμπλουτίζεται από το Ενωσιακό Δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) καθώς και από τη νομολογία του Λουξεμβούργου και του Στρασβούργου. Αυτό δε θα επιτυγχάνεται μέσω της ένταξης των νέων ιδίως δικαστών, σε ένα οργανωμένο περιβάλλον που θα διευκολύνει την επικοινωνία με το έμπειρο δικαστικό δυναμικό και θα επιτρέπει την περαιτέρω εξειδίκευσή τους.
           Ο ρόλος του νομοθέτη στο εν λόγω συνταγματικής περιωπής ζήτημα, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού οι επιλογές του πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά στην αξιολόγηση των δεδομένων της ρύθμισης, δηλαδή στις υφιστάμενες πραγματικές ανάγκες και όχι στην εξυπηρέτηση τοπικιστικών αντιλήψεων και σκοπιμοτήτων, ούτε ασφαλώς στην τυχόν βλάβη επαγγελματικών κατηγοριών πολιτών. Σχετικά κριτήρια και κατευθυντήριες οδηγίες έχουν διαμορφώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. Πρακτικό και Γνωμοδότηση Σ.τ.Ε. 169/2012 σκ. 5) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) αντιστοίχως, τα οποία οφείλει να ακολουθήσει ο νομοθέτης, σταθμίζοντας βεβαίως και τις δυνατότητες αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (όπως η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, η τηλεοπτική συνεδρίαση, που τίθεται σε εφαρμογή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κ.λπ.).
        3. Πρόκληση καλής νομοθέτησης αποτελεί επίσης το ζήτημα της στελεχώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων, το οποίο ανάγεται στην συνταγματικώς επιβαλλόμενη ορθολογική οργάνωση αυτών. Ως προς το ζήτημα αυτό οφείλουμε, κατ’ αρχάς, να υπογραμμίσουμε, ότι η κατά καιρούς αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών, δεν συνοδεύθηκε και από ανάλογη αύξηση στις θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων, μολονότι η παράμετρος αυτή πρέπει να αποτελεί απολύτως αναγκαία προϋπόθεση, για οποιαδήποτε πρόταση αύξησης των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών.
           Περαιτέρω, ενώ ο νομοθέτης του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (Κ.Δ.Υ.) του έτους 1971 ( άρθρο 16 παρ. 3 του ν.δ. 1025/1971, Α΄ 228) απαιτούσε ως τυπικό προσόν διορισμού ή μετάταξης σε κλάδους αντίστοιχους με αυτούς της ΠΕ κατηγορίας, πτυχίο της Νομικής σχολής ή Σχολής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών ή πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής, το άρθρο 19 του ισχύοντος Κώδικα (ν. 2812/2000, Α΄ 67) αναφέρεται γενικώς σε πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, προβλέποντας στην παράγραφο 5 αυτού, ότι με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται οι ειδικότεροι τίτλοι σπουδών που απαιτούνται για κάθε κλάδο και ειδικότητα, ορίζονται τυχόν πρόσθετα ειδικά προσόντα, ο τρόπος, με τον οποίο αποδεικνύεται η συνδρομή τους και τα καθήκοντα κάθε κλάδου της ίδιας ή διαφορετικής κατηγορίας και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα. Τέτοιο διάταγμα όμως, δεν έχει μέχρι σήμερα εκδοθεί, με αποτέλεσμα, σε σύνολο 1009 οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων διοικητικών δικαστηρίων, να υπηρετούν μόλις 50 υπάλληλοι κάτοχοι τίτλου νομικής σχολής.
Εξάλλου, καίτοι ο νομοθέτης (ν. 2812/2000, άρθρα 17 - 18) προβλέπει την κατάταξη των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων σε κατηγορίες (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ) και κλάδους, τέτοια κατάταξη δεν προκύπτει να έχει γίνει στις θέσεις του κλάδου γραμματέων, οι οποίες εμφανίζονται, κατά κανόνα, οργανικά ενιαίες (πρβλ. απόφαση 15/2012 Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας), γεγονός που ευνοεί ιδιαίτερα την πλήρωσή τους με μεταθέσεις υπαλλήλων ΔΕ κατηγορίας ή με μετατάξεις ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων που αποκτούν τα τυπικά προσόντα της ΔΕ κατηγορίας. Τούτο δε, όταν οι δικαστικές μας υπηρεσίες έχουν ανάγκη από προσωπικό ειδικών προσόντων, το οποίο, αφενός μεν, να επιμελείται με επάρκεια των διαδικαστικών πράξεων που προβλέπονται από την πληθώρα των ισχυουσών δικονομικών μας διατάξεων, να μπορεί να διακρίνει τις αρμοδιότητες και διαδικασίες, (ιδιαίτερα πολύπλοκες στη διοικητική δίκη), να εγγυάται την καλύτερη εξυπηρέτηση των διαδίκων και την επικοινωνία με μία διαρκώς μεταβαλλόμενη δημόσια διοίκηση κ.λπ. και φυσικά, να διασφαλίζει την καλή λειτουργία του νέου Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, αφετέρου δε, να μπορεί να επικουρεί ουσιαστικά το έργο του δικαστή, όπως ισχύει σήμερα στα περισσότερα λοιπά ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιτάχυνση των διαδικασιών.
           Στην κατεύθυνση αυτή, επισημαίνουμε την ανάγκη εκδόσεως του διατάγματος που προβλέπεται στην μνημονευόμενη ανωτέρω διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων και προσβλέπουμε στο ρόλο του νομοθέτη για την αναμόρφωση των κλάδων του άρθρου 18 του ίδιου Κώδικα, με την εισαγωγή ορισμένων νέων, που θα προϋποθέτουν ειδικά τυπικά προσόντα και θα καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες των διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας (όπως π.χ. ο κλάδος ΠΕ Στατιστικής). Μεταξύ δε αυτών, τα πράγματα επιβάλλουν, να προβλέπεται και κλάδος υπαλλήλων, κατόχων πτυχίου νομικής σχολής, που δεν θα ασχολούνται με τα τρέχοντα γραμματειακά καθήκοντα, αλλά θα συνδράμουν, κατά κυριολεξία, το έργο τόσο των διευθυνόντων τα δικαστήρια, όσο και των ιδίων των εισηγητών-δικαστών, καθώς και της Γενικής Επιτροπείας.
           Αναγκαία όμως θεωρείται η παρέμβαση του νομοθέτη και για την αντιστοίχηση των Τμημάτων της γραμματείας που ορίζονται κατά το άρθρο 17 περ. Α παρ. 5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προς τα τμήματα του άρθρου 72 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων σχετικά με τον ορισμό προϊσταμένων, ώστε, με κατάλληλη προσαρμογή και των Κανονισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας των δικαστηρίων μας, να μην παρατηρείται το σημερινό φαινόμενο της έλλειψης ενός ενιαίου και ομοιόμορφου καθεστώτος κατανομής των δικαστικών υπαλλήλων στα Τμήματα της γραμματείας, με παρεπόμενη συνέπεια την επιλογή ή την προσωρινή ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένων Τμημάτων, άλλοτε με βάση κοινή υπουργική απόφαση του έτους 1987 [Προεδρίας της Κυβέρνησης και Δικαιοσύνης υπ’ αριθ. 117830/1987 (Β΄ 719)] που προβλέπει οργάνωση Τμημάτων με υπηρετούντες πέντε (5) τουλάχιστον υπαλλήλους και άλλοτε κατ’ αντιστοιχία προς τα δικαστικά Τμήματα, ανεξαρτήτως αριθμού υπηρετούντων υπαλλήλων σε αυτά.

Β.  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

           Με γνώμονα το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, το οποίο οριοθετεί την πορεία της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας και με δεδομένο ότι σήμερα η Διοικητική Δικαιοσύνη συγκλονίζεται από την υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της, πλήττοντας καίρια όχι μόνο τα «εμβληματικά» δικαιώματα των διαδίκων αλλά και όλους τους θεσμούς της Πολιτείας, κατά το μέρος που θεωρούνται υπεύθυνοι, με αρνητικό επηρεασμό και του επενδυτικού περιβάλλοντος:
        α)  Η παρέκκλιση από την τήρηση και την εφαρμογή των αρχών και των μέσων καλής νομοθέτησης, που εισήχθησαν με το νόμο 4048/2012 δεν πρέπει να είναι ανεκτή, σε καμιά περίπτωση.
        β)  Με επιτακτική διατύπωση στο Σύνταγμα ή τουλάχιστον στο νόμο περί καλής νομοθέτησης πρέπει να επιβάλλεται η πλήρης καταγραφή και αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων της ρύθμισης, ώστε να αποκλείεται μία ανεπαρκώς τεκμηριωμένη ρύθμιση, με άδηλα δεδομένα, να τίθεται σαν πάγια και αφηρημένη έκφραση γενικού συμφέροντος.
        γ)  Η συνεχής μεταβολή της νομοθεσίας, επιβαρύνει το δικαστικό σύστημα με πολλές υποθέσεις και δημιουργεί ανασφάλεια ακόμη και στο δικαστή, ως προς τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου ενόψει και της κακής συνήθως νομοτεχνικής καταστρώσεως των «μεταβατικών» και των «λοιπών διατάξεων», όπου κατά κανόνα, παρεισφρύουν άσχετες ρυθμίσεις.
        δ)  Η κατά παραπομπή σε άλλα νομοθετήματα νομοθετική παραγωγή, αποδυναμώνει την αφομοίωση των νέων διατάξεων.
        ε)   Τα νομοθετήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη, πρέπει να είναι προϊόν σοβαρής μελέτης στο πλαίσιο ειδικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών.
     στ)   Οποιαδήποτε επιλογή ή τροποποίηση δικονομικών ή ουσιαστικών διατάξεων πρέπει να περιλαμβάνει, στην αιτιολογική έκθεσή της, τις επιπτώσεις στην επιβάρυνση του δικαστικού έργου και να μη καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις.
        ζ)   Όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο (βλ. πρακτικά 2/2014), οι νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν ψηφισθεί κατόπιν προτάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου και περιλαμβάνουν στοχευμένα μέτρα για τη βελτίωση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο και σκόπιμο, για λόγους που συνδέονται με την ορθολογική οργάνωση και την αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης, να εφαρμόζονται για ένα εύλογο χρονικό διάστημα και να τροποποιούνται μόνον εφόσον διαπιστωθεί η αναποτελεσματικότητά τους.
        η)  Η ενεργοποίηση του νομοθέτη σε τομείς που απαιτούν ρύθμιση, δημιουργεί ασφαλές και σαφές νομικό περιβάλλον, διευκολύνοντας την επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης.
        θ)  Τα κόμματα και οι βουλευτές, οφείλουν να έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους, κατά την ψήφιση των νόμων, γνωρίζοντας ασφαλώς ότι ακόμη και οι αρτιότερες νομοτεχνικές και γλωσσικές επιλογές, παραμένουν αδιάφορες αν δεν συγκεντρώσουν τον αναγκαίο αριθμό ψήφων.
              Κυρίες και Κύριοι,
             Μετά από όσα ακούσαμε και καρπωθήκαμε στην αίθουσα αυτή, το Συνέδριο πρέπει να θεωρείται επιτυχημένο, εφ’ όσον εκτιμώ ότι θα αποχωρήσουμε μάλλον προβληματισμένοι επί του θέματος, αφού το νομοθετείν, συνιστά εξ ορισμού, ένα πάρα πολύ δύσκολο ζήτημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου